- θερμομέτρηση
- η1. η μέτρηση τής θερμοκρασίας ανθρώπου ή ζώου με θερμόμετρο2. η εκτίμηση τών διαθέσεων κάποιου με προσοχή («θερμομέτρηση τής κοινής γνώμης»).[ΕΤΥΜΟΛ. < θερμομετρώ. Η λ. στον λόγιο τ. θερμομέτρησις απαντά από το 1894 στον Αν. Δαμβέργη στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.